ενδιαίτησις

ενδιαίτησις
(-εως) η проживание, пребывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενδιαίτησις" в других словарях:

  • ἐνδιαιτήσεις — ἐνδιαίτησις dwelling in fem nom/voc pl (attic epic) ἐνδιαίτησις dwelling in fem nom/acc pl (attic) ἐνδιαιτάομαι live aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐνδιαιτάομαι live fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαίτησιν — ἐνδιαίτησις dwelling in fem acc sg ἐνδιαιτάομαι live pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδιαίτηση — η (Α ἐνδιαίτησις) διαμονή …   Dictionary of Greek

  • ἐνδιαιτήσεως — ἐνδιαιτήσεω̆ς , ἐνδιαίτησις dwelling in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»